- πρόβολος
- -ον, Αβλ. πρόβολος.————————ο, ΝΑ, και πρόβολος, -ον, Ανεοελλ.1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων τής γέφυρας ποταμών, με σχήμα τριγωνικό ή σφηνοειδές ή ελλειπτικό και επίστεψη ημικωνική ή πυραμιδοειδήβ) (στην οικοδομική) οριζόντιο δομικό στοιχείο πακτωμένο στο ένα άκρο και ελεύθερο στο άλλο ή ελεύθερη κατά το ένα άκρο προέκταση δομικού στοιχείου πέρα από ένα έδρανογ) (στα λιμενικά έργα) κατασκευή που προεξέχει και είναι κάθετη ή λίγο λοξή προς την παραλία για να τήν προστατεύει από τις διαβρώσεις και τις διάφορες προσχώσεις που προκαλούν τα κύματαδ) (υδραυλικά έργα) i) χαμηλό ανάχωμα, εγκάρσιο προς την όχθη χειμάρρου ή ποταμού για προστασία από τη διάβρωση, ή συστατικό μέρος τών έργων προστασίας ακτής εκτεθειμένης σε παράκτια μεταφορά υλικών από παράκτια κύματαii) προέκταση μώλου προστασίας ή κρηπιδώματος αγκυροβολιάςαρχ.1. καθετί που προεξέχει2. φυσική προεκβολή ξηράς που εισχωρεί σε θάλασσα3. αμυντήριο («τῇδε τῇ χώρα πρόβολον εἶναι τοῡ πολέμου», Ξεν.)4. (για πρόσ.) υπερασπιστής, φρουρός, φύλακας5. βλήμα6. όπλο που καταλήγει σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ7. η επιφάνεια τού σφραγιδόλιθου8. ως επίθ. αυτός που προτείνεται για διορισμό9. μτφ. α) πέτρες στο μέσον δρόμου, ως εμπόδιο, πρόσκομμα («λιμένας προβόλων ένέπλησας», Δημοσθ.)β) οτιδήποτε αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για κάτι («τὸν λογισμὸν ὡς πρόβολον ἐμποδὼν τῇ γλώττη κείμενον», Πλούτ.)10. φρ. «πρόβολος ξύλων» — ξύλινα φράγματα κατάλληλα για την αναχαίτιση τής ορμής ποταμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κατά-βολος].
Dictionary of Greek. 2013.